Λαντάνα (Lantana camara, L. sellowiana)
Η λαντάνα είναι ιδιαίτερα διαδεμένος θάμνος μεγάλης καλλωπιστικής αξίας. Στις χώρες απ’ όπου κατάγεται η λαντάνα είναι φυτό αειθαλές. Στις ελληνικές συνθήκες λειτουργεί ως ημιαειθαλές φυτό, δηλαδή ρίχνει τελείως ή μερικώς το φύλλωμα της, ανάλογα πόσο βαρύς θα είναι ο χειμώνας. Για την ορθόκλαδη ποικιλία το μέγιστο ύψος του φυτού φτάνει το ενάμιση μέτρο, ενώ για την νάνα ή την έρπουσα ποικιλία το μέγιστο ύψος του φυτού δεν θα ξεπεράσει το μισό μέτρο. Έχει αρκετά πυκνό φύλλωμα από αντίθετα, ωοειδή, με τραχεία χνοώδη επιφάνεια, οδοντωτά φύλλα με δυσάρεστη οσμή. Έχει παρατεταμένη διάρκεια ανθοφορίας που ξεκινάει την άνοιξη και εξελίσεται μέχρι τα πρώτα κρύα στα τέλη του φθινοπώρου. Η λαντάνα έχει πολύ πλούσια και εντυπωσιακή ανθοφορία από πολυάριθμα μικρά σωληνοειδή άνθη οργανωμένα σε ταξιανθίες κορύμβους. Το μοναδικό χαρακτηριστικό της είναι η ταυτόχρονη παρουσιά περισσότερων του ενός χρώματος ανθέων στο ίδιο φυτό και στην ίδια ταξιανθία. Τα άνθη της τα συναντάμε σε κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, ροζ, μωβ και λευκό χρώμα. Η λαντάνα ευδοκιμεί σε κάθε τύπο εδάφους, σε ηλιόλουστες έως ημισκιερές, αλλά προστατευμένες απο τον παγετό, θέσεις φύτευσης. Έχει μικρές ανάγκες σε νερό άρδευσης που αυξάνονται μόνο κατά τους θερινούς μήνες. Αντέχει τις ξηροθερμικές συνθήκες και τις παραθαλάσσιες φυτεύσεις, όχι όμως τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.